- παστοφόρος
- -ον, Α1. αυτός που μεταφέρει τον παστό, δηλ. το ξόανο θεού2. (για την Αφροδίτη) αυτή που επαγρυπνεί πάνω από τη νυφική κλίνη3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παστοφόροιοι Αιγύπτιοι ιερείς που μετέφεραν κατά τις πομπές τής Ίσιδος και τού Σεράπιδος τα ξόανα τών θεών και οι οποίοι αποτελούσαν μια τάξη στη θρησκευτική ιεραρχία και κατοικούσαν στα παστοφόρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παστός (Ι) + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.